«Ζητείται άτομο με καλή φωνή και άρθρωση, για ανάγνωση λογοτεχνίας κοντά στην Κηφισιά. Αποκλείονται οι ηθοποιοί και κάθε είδους επαγγελματίες…».

Αυτή η μάλλον ασυνήθιστη αγγελία τράβηξε την προσοχή της ηρωίδας Βάλιας Σουρμελή, η οποία απογοητευμένη από τη δουλειά της στον ιδιωτικό τομέα και από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, βρίσκει καταφύγιο ως αναγνώστρια λογοτεχνίας στη βίλα «Νούφαρο» της Λόρας Μπραΐμη, μιας καλλιεργημένης μεσήλικης αστής που έχει χάσει την όρασή της πριν από λίγο καιρό σε ένα δυστύχημα στο μετρό του Λονδίνου. Η Βάλια στην αρχή πηγαίνει τα απογεύματα στη βίλα και διαβάζει μεγαλόφωνα στη Λόρα λογοτεχνικά βιβλία που η ίδια της υποδεικνύει. Αργότερα, παραιτείται από τη δουλειά της στον ιδιωτικό τομέα και πηγαίνει στη βίλα όλη την ημέρα από Δευτέρα έως Παρασκευή βράδυ, ενώ τα Σαββατοκύριακα απαγορεύεται ακόμα και να πλησιάσει στη βίλα. Η Λόρα τη μυεί στη λογοτεχνία και η ζωή της Βάλιας αλλάζει ριζικά καθώς ανακαλύπτει τον κόσμο της ανάγνωσης και του βιβλίου και νιώθει ότι η σκέψη της διευρύνεται και αποκτά άλλες διαστάσεις, προσφέροντας ποιότητα στη ζωή της και κάνοντάς την να βρει στόχους και νόημα στην ύπαρξή της. Ταυτόχρονα αναπτύσσει στενή σχέση με τη Λόρα και όσους την υπηρετούν στη βίλα, με τους οποίους συζητά κάθε φορά τα υπό ανάγνωση βιβλία και τα μηνύματα που απορρέουν από αυτά. Παρατίθενται αποσπάσματα από τον Βαλτινό, τον Καβάφη, τον Καμί, τον Καρυωτάκη, τον Μοπασάν, τον Ροΐδη, τον Σάμπατο, τον Σπίνραντ, τον Τσάντλερ, τον Χατζή, τον Σολωμό.

Και η ζωή στη βίλα Νούφαρο κυλάει ήρεμα σαν βουκολικό ποίημα μέχρι που η Βάλια διαπιστώνει ότι υπάρχει και αναγνώστης του Σαββατοκύριακου…

Ένα διακειμενικό μυθιστόρημα γεμάτο αναφορές σε συγγραφείς, βιβλία, λογοτεχνικά είδη, ήθη και εμμονές.  Ο συγγραφέας, διαβασμένος και πολυγραφότατος δημοσιογράφος και «αθηναιογράφος» κλείνει το μάτι στον έμπειρο αναγνώστη (ο οποίος παρακολουθεί την πυγμαλιωνική μεταμόρφωση της ηρωίδας) απευθύνοντάς του συχνά το λόγο και παρεμβαίνοντας στη ροή της αφήγησης. Πετάει όρους και στοιχεία (βασικής) θεωρίας της λογοτεχνίας όπως η διακειμενικότητα, χωρίς όμως να τους εξηγεί περαιτέρω –ευτυχώς για τον αναγνώστη που έχει διαβάσει Julia Kristeva, Εagleton και Βελουδή αλλά όχι και τόσο ευχάριστο ίσως για κάποιον που δεν έχει περάσει από τα έδρανα κάποιας φιλοσοφικής. Η «μεταμόρφωση» της ηρωίδας από φανατική αστρο-λάγνο σε θαμώνα κάθε βιβλιοπωλείου του κέντρου της Αθήνας γίνεται σταδιακά και πολύ φυσικά και ο ενθουσιασμός της για τον Καβάφη που πρώτη φορά διάβαζε είναι αξιολάτρευτος και πολύ χαρακτηριστικός όσων έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με την ποίηση. Δυσκολεύομαι όμως να δικαιολογήσω ότι είναι δυνατόν μια κοπέλα ανώτερης μόρφωσης που δουλεύει σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία να μην ξέρει τι θα πει «εξεζητημένος».

Το σατανικό μάτι του επιμελητή μέσα μου έπιασε και 4-5 τυπογραφικούλια αλλά αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες οπότε τα προσπερνάμε.

Πολύ μου άρεσε το λογοπαίγνιο με τις Ιστορίες της Λογοτεχνίας – ο συγγραφέας αρνείται να πει ποια είναι η αγαπημένη του, μεγάλη συζήτηση στους λογοτεχνικούς κύκλους – αν και απορώ ποιος αναγνώστης, ιδίως ένας φρέσκος στην τρέλα της λογοτεχνίας (εκτός από εμάς τους άρρωστους φιλολόγους) θα καθόταν να διαβάσει λογοτεχνική ιστορία ακόμα και αν αυτή είναι του Βίτι που κατά τη γνώμη μου διαβάζεται πολύ άνετα.

Πολύ ωραίος επίσης ο τρόπος που ο συγγραφέας μπλέκει την Αθήνα και τις συνοικίες της στο λόγο του. Σε κάνει να φαντάζεσαι το χώρο όπου διαδραματίζεται η ιστορία του.

Κι εκεί που νομίζεις ότι τα έχεις καταλάβει όλα, καθώς γεύεσαι την πικρία στην ανατρεπτική αποκάλυψη του γηραιού υπηρέτη, ενώ χαίρεσαι που ήξερες το 90% των συγγραφέων που αναφέρονται (με τα σημαντικότερα έργα τους) και κοιτάς αφ’ υψηλού τη Βάλια  και  τους λοιπούς noobies αναγνώστες, ο συγγραφέας σε πετάει από το σνομπ θρόνο σου με την τελευταία του φράση. Τα υπόλοιπα στο βιβλίο!

statue from solis castle donegal