Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό

ξεκίνημά της…

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.

Σαν σήμερα, 29 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο που ίσχυε το δίσεκτο έτος 1900, γεννήθηκε ο αγαπημένος μου ποιητής, Γιώργος Σεφέρης.

Έμαθα γι’ αυτόν (πόσο παράδοξο) από ενα γυναικείο περιοδικό! Το περιοδικό έδινε έμφαση στο σκανδαλώδη αλλά συγκλονιστικό έρωτά του για την ήδη παντρεμένη Μαρώ Λόντου, την οποία ο Σεφέρης αγάπησε παράφορα και πέτυχε να χωρίσει από τον επιφανή πολιτικό άνδρα της και να παντρευτεί αργότερα ο ίδιος. Η ρομαντική τους ιστορία με συνεπήρε, περισσότερο όμως λάτρεψα τα ποιήματά του, που έγιναν για μένα οι πιο αγαπημένοι μου στίχοι, αποφθέγματα που έγραφα στα βιβλία της ιστορίας μου, λέξεις που χάραζα στα θρανία,  στην τσάντα, στα doc martens μου.

seferis maro

Ένα πολύ όμορφο βιβλίο για τον άνθρωπο και τον ποιητή Σεφέρη είναι αυτό που έγραψε η αδελφή του, Ιωάννα Τσάτσου, το οποίο είναι δυστυχώς εξαντλημένο πια.

“Τις φυλακές που είναι για μένα όλες οι νύχτες μου και όλες οι μέρες μου, και πόσο σκοτεινές ακόμα, και πόσο τις φοβάμαι, είναι τόσο παιδί ακόμα η ψυχή μου, και είναι η ζωή τόσο πρόστυχια και τόσο κακιά. . . Γιατί να δειχτώ, αφού δεν ακούνε και δεν βλέπουν. Κ’ έπειτα πήρα τόσο σοβαρά την φιλολογία. Άλλη συνείδηση κι αυτή – σχεδόν δεν σκέπτομαι τίποτ’ άλλο όλη τη μέρα, γυρεύω, γυρεύω το δρόμο τον απάτητο, και θα τον βρω, γιατί πρέπει, και άμα θα γράψω θα είμαι ο καλύτερος, μα και πάλι πόσα ματώματα… […] Πόσο γυρεύω την ξεκούραση… τη θάλασσα την ήσυχη, τους ορίζοντες τους απέραντους. Να ησυχάσω, να ναρκωθώ λιγάκι μέσα στην αγάπη, κι έπειτα ξαναρχίζω, μα πριν περάσω όλους τους μεσημεριάτικους ήλιους, λίγο νερό, λίγο νερό, για το όνομα του Θεού”.

Ναι, ήταν εστέτ, διανοούμενος, διπλωμάτης, πολιτικός. Δεν έγραφε όμως σαν τέτοιος. Τα ποιήματά του αναβλύζουν από τη ζεστή γη της Σκάλας του Βουρλά, όπου γεννήθηκε, από το Σούνιο, την Ύδρα και τον Πόρο, τη βίλα Γαλήνη, όπου παραθέριζε, τις ξερές πεδιάδες της εξορίας. Το κρύο του Σηκουάνα, την υγρασία της Αγγλίας, τους μακρινούς ορίζοντες της κάθε ξενιτιάς που έζησε, μιλάνε για προδοσία, πατρίδα, πίκρα, πόνο, έρωτα, λαχτάρα. Είναι γεμάτα ζωή.

Αν τον διαβάσει κανείς έξω από το σχολικό διδακτισμό και την πολιτική προπαγάνδα, αν αφήσει την ποίηση να μιλήσει γι’ αυτόν, και όχι το επάγγελμά του είμαι σίγουρη ότι θα νιώσει πολύ έντονα το λυρισμό της ποίησής του. Και θα τον ακούσει να μιλάει για πράγματα πολύ σημερινά, όπως την προσφυγιά, τον πόλεμο και τα παιχνίδια των ισχυρών.

σεφέρης μαρώ villa galini poros maro seferi

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια·
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;

Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε
μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε
κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί

ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ
στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια      
στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

seferis.jpg